- ποντοπορώ
- ποντοπορῶ, -έω, ΝΜΑ [ποντοπόρος]1. (για πλοίο) διαπλέω τη θάλασσα2. (για πρόσ.) ταξιδεύω με πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος («καὶ πλῆθος ἐφοδίων ἄφθονον, ὅπως ἐπιλίπῃ μηδέν αὐτοὺς ποντοποροῡντας», Πλούτ.)αρχ.μτφ. παλεύω με τις αντιξοότητες τής ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.